εθνοκαθάρσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εθνοκαθάρσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εθνοκάθαρση
- εναλλακτικά: εθνοκάθαρσης
εθνοκαθάρσεως θηλυκό