εισπιέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εισπιέζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εισπίεση
- επανεισπίεση
- → δείτε τις λέξεις εις και πιέζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εισπιέζω | εισπίεζα | θα εισπιέζω | να εισπιέζω | εισπιέζοντας | |
β' ενικ. | εισπιέζεις | εισπίεζες | θα εισπιέζεις | να εισπιέζεις | εισπίεζε | |
γ' ενικ. | εισπιέζει | εισπίεζε | θα εισπιέζει | να εισπιέζει | ||
α' πληθ. | εισπιέζουμε | εισπιέζαμε | θα εισπιέζουμε | να εισπιέζουμε | ||
β' πληθ. | εισπιέζετε | εισπιέζατε | θα εισπιέζετε | να εισπιέζετε | εισπιέζετε | |
γ' πληθ. | εισπιέζουν(ε) | εισπίεζαν εισπιέζαν(ε) |
θα εισπιέζουν(ε) | να εισπιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εισπίεσα | θα εισπιέσω | να εισπιέσω | εισπιέσει | ||
β' ενικ. | εισπίεσες | θα εισπιέσεις | να εισπιέσεις | εισπίεσε | ||
γ' ενικ. | εισπίεσε | θα εισπιέσει | να εισπιέσει | |||
α' πληθ. | εισπιέσαμε | θα εισπιέσουμε | να εισπιέσουμε | |||
β' πληθ. | εισπιέσατε | θα εισπιέσετε | να εισπιέσετε | εισπιέστε | ||
γ' πληθ. | εισπίεσαν εισπιέσαν(ε) |
θα εισπιέσουν(ε) | να εισπιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εισπιέσει | είχα εισπιέσει | θα έχω εισπιέσει | να έχω εισπιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις εισπιέσει | είχες εισπιέσει | θα έχεις εισπιέσει | να έχεις εισπιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει εισπιέσει | είχε εισπιέσει | θα έχει εισπιέσει | να έχει εισπιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εισπιέσει | είχαμε εισπιέσει | θα έχουμε εισπιέσει | να έχουμε εισπιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε εισπιέσει | είχατε εισπιέσει | θα έχετε εισπιέσει | να έχετε εισπιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εισπιέσει | είχαν εισπιέσει | θα έχουν εισπιέσει | να έχουν εισπιέσει |
|