εκμετάλλευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκμετάλλευσης θηλυκό
- γενική ενικού του εκμετάλλευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εκμεταλλεύσεως (λόγιο)