εκμηχανίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκμηχανίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εκμηχάνιση
- εναλλακτικά: εκμηχάνισης
εκμηχανίσεως θηλυκό