εκσυγχρονισμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκσυγχρονισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του εκσυγχρονισμός
εκσυγχρονισμοί αρσενικό