εκτατική ανάγνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτατική ανάγνωση (νεολογισμός) < εκτατικός + ανάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extensive reading)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

εκτατική ανάγνωση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]