εκών άκων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκών άκων < → δείτε εκών < αρχαία ελληνική ἑκών & άκων < αρχαία ελληνική ἄκων. Η φράση στην καθαρεύουσα όπως νεολατινικά: nolens volens (από το 16ο αιώνα).[1] Παρόμοιες φράσεις αρχαία ελληνικά: ἄκων ἢ ἑκών (Δημοσθένης, Κατὰ Ἀριστοκράτους, 47, και αλλού) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εκών άκων, θηλυκό εκούσες άκουσες, ουδέτερο εκόν άκων

  • (απαρχαιωμένο) εκείνος που δρα εκούσια ή ακούσια, με το ζόρι, θέλoντας και μη, είτε με τη θέλησή του είτε χωρίς αυτήν
    συνήθως οι λανθάνουσες συγκρούσεις στην κοινωνία επιλύονται με καταμέτρηση ψήφων (π.χ. εκλογές), ώστε η απόφαση να ληφθεί με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, ενώ η μειοψηφούσα άποψη εκούσα άκουσα δε θα μπορεί να κάνει αλλιώς, παρά να αναλύεται ελεεινολογώντας σε καταδικαστικές φωνές στα διάφορα φόρα (διαδικτυακά ή μη)
    ※  (καθαρεύουσα) Μετὰ τὴν νίκην, φοβούμενος ὁ ἅγιος αὐτοκράτωρ μὴ ἀναγκασθῇ καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἀγριανθρώπων ἐκείνων να διακόψῃ τάς εὐσεβεῖς αὐτοῦ ἀσχολίας, ἀπεφάσισεν ἢ πάντας τοὺς νικηθέντας να ἐξολοθρεύσῃ ἢ ἑκόντας ἄκοντας ὅλους να βαπτίσῃ.
    Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα (1886), Μέρος Α΄
    ΣτΕ: εδώ, «ἑκόντας ἄκοντας» αιτιατική πληθυντικού.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. nolens volens - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)