ελλοχεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελλοχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλοχ(ῶ) ( < ἐν- + -λοχῶ < λόχος) + -εύω, ενδεχομένως κατά το παραμονεύω[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
- παραμονεύω, καραδοκώ
- (μεταφορικά) κάτι κακό που είναι κρυμμένο, που υποβόσκει ή υφέρπει κι είναι έτοιμο να εκδηλωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ελλοχεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εύω (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)