ελλύχνιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελλύχνιον < αρχαία ελληνική ἐλλύχνιον < ἐν + λύχνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελλύχνιον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή του ἐλλύχνιον (καθαρεύουσα), το φιτίλι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελλύχνιον
|