εμπεριστατωμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπεριστατωμένα < εμπεριστατωμένος
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμπεριστατωμένα και εμπεριστατωμένως
- λεπτομερειακά, με μεγάλη προσοχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπεριστατωμένα
|