εμπορευματοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εμπορευματοποιώ
- μετατρέπω σε εμπόρευμα κάτι που από τη φύση του ή κοινωνικά θεωρείται είτε αγαθό είτε μη εμπορεύσιμο, δηλαδή που ο πολιτισμός δεν το αποδέχεται ως αποδεκτή πηγή κέρδους σε μεγάλη κλίμακα ή και απολύτως
- εμπορευματοποιούν το νερό, τον έρωτα, τα δάση, την παιδεία, τα γλυπτά του Παρθενώνα, την τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπορευματοποιώ
|