ενεχυρόγραφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενεχυρόγραφο < ενέχυρο + έγγραφο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενεχυρόγραφο ουδέτερο

  • (νομικός όρος), (οικονομία): έγγραφος τίτλος με τον οποίο και αποδεικνύεται η αποθήκευση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες του κράτους.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]