ενορχηστρώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενορχηστρώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ενορχήστρωση
- εναλλακτικά: ενορχήστρωσης
ενορχηστρώσεως θηλυκό