εξεμέτρησε το ζην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξεμέτρησε το ζην < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκμετρῶ τό ζῆν, → δείτε τις λέξεις εκμετρώ, το και ζην

Έκφραση[επεξεργασία]

εξεμέτρησε το ζην

  1. (λόγιο, παρωχημένο) πέθανε
  2. (λόγιο, μεταφορικά) είναι πλέον παρωχημένο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]