εξοικείωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξοικείωσης θηλυκό
- γενική ενικού του εξοικείωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εξοικειώσεως (λόγιο)
εξοικείωσης θηλυκό