εξορύσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξορύσσομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξορύσσομαι, π.αόρ.: εξορύχθηκα, μτχ.π.π.: εξορυγμένος