εξορυγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξορυγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορύσσω, εξορύσσομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εξορυγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν εξορύξει
- εξορυγμένος γρανίτης
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξορυγμένος
|