εξ ολοκλήρου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εξ ολοκλήρου < εξ + ολοκλήρου < ἐξ + ὁλοκλήρου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ολοκληρωτικά, καθ' ολοκληρία, όλο, εντελώς
- Η άσκηση, το σκεφτικό, η πρόταση ήταν λάθος εξ ολοκλήρου
- Ηθελε το οικόπεδο δικό του εξ ολοκλήρου και τα αδέλφια του δυσανασχέτησαν