επ' αμοιβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επ' αμοιβή < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπ' ἀμοιβῇ → δείτε τις λέξεις ἐπ' & ἀμοιβῇ, (δοτική) του ἀμοιβή (αμοιβή)
Έκφραση[επεξεργασία]
επ' αμοιβή
- (λόγιο) για απόκτηση αμοιβής
- ↪ Γράφω άρθρα επ' αμοιβή εδώ και τρία χρόνια.
- ≈ συνώνυμα: έναντι αμοιβής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επ' αμοιβή
|
Πηγές[επεξεργασία]
- επί - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αμοιβή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)