επ' αμοιβή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επ' αμοιβή < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπ' ἀμοιβῇ → δείτε τις λέξεις ἐπ' & ἀμοιβῇ, (δοτική) του ἀμοιβή (αμοιβή)

Έκφραση[επεξεργασία]

επ' αμοιβή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]