επί ξυρού ακμής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί ξυρού ακμής < αρχαία ελληνική ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς (Όμηρος, Ιλιάδα, Κ 173)
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
επί ξυρού ακμής
- στην κόψη του ξυραφιού - λέγεται για κάποιον που αντιμετωπίζει κίνδυνο, που προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία του μέσα σε αντίξοες συνθήκες
- ↪ επί ξυρού ακμής (βρίσκεται) η κυβέρνηση μετά τα πρόσφατα σκάνδαλα
- ↪ ακροβατεί επί ξυρού ακμής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επί ξυρού ακμής