επί χρήμασι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επί χρήμασι < ἐπὶ χρήμασι → δείτε επί, ἐπὶ & δοτική πληθυντικού χρήμασι για την αρχαία ελληνική χρῆμα (ανάγκη) (στη σημασία: χρήμα, χρήματα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /epi‿ˈxɾimasi/

Έκφραση[επεξεργασία]

επί χρήμασι

  • (οικονομία, αρχαιοπρεπές) για χρήματα, έναντι αμοιβής, με χρηματικό αντάλλαγμα
    Ο Δημήτρης δίνει πληροφορίες σε πελάτες για τον τρόπο έκδοσης της σύνταξής τους επί χρήμασι.
    Επί χρήμασι μεταφέρονται τα προϊόντα στο σπίτι του πελάτη.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • χρήμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • χρήμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)