επαναπατρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναπατρίζομαι
- επιστρέφω στην πατρίδα μου
- ο ασθενής θα επαναπατρισθεί με ειδικό αεροπλάνο
επαναπατρίζομαι