επισκιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επισκιάζομαι, π.αόρ.: επισκιάστηκα, μτχ.π.π.: επισκιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος επισκιάζω
Δείτε επίσης : ἐπισκιάζομαι |
επισκιάζομαι, π.αόρ.: επισκιάστηκα, μτχ.π.π.: επισκιασμένος