επιτηδεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιτηδεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του επιτήδευση
- εναλλακτικά: επιτήδευσης
επιτηδεύσεως θηλυκό