επιχρυσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχρυσώνω < επί + χρυσός + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιχρυσώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]