εσωκλείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσωκλείνω < εσω- + κλείνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inclure)
Ρήμα[επεξεργασία]
εσωκλείνω
- άλλη μορφή του εσωκλείω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσωκλείνω
|