ετερογενέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ετερογενέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ετερογένεση
- εναλλακτικά: ετερογένεσης
ετερογενέσεως θηλυκό