εφάμιλλων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εφάμιλλων
- γενική πληθυντικού του εφάμιλλος
- γενική πληθυντικού του εφάμιλλη
- γενική πληθυντικού του εφάμιλλο