ζελατινοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζελατινοποιώ < ζελατίνη + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gelatinize)
Ρήμα[επεξεργασία]
ζελατινοποιώ (παθητική φωνή: ζελατινοποιούμαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ζελατινοποιημένος
- ζελατινοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ζελατίνη και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζελατινοποιώ