ζορίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ζορίζω, πρτ.: ζόριζα, στ.μέλλ.: θα ζορίσω, αόρ.: ζόρισα, παθ.φωνή: ζορίζομαι, μτχ.π.π.: ζορισμένος
- πιέζω υπερβολικά κάτι ή κάποιον ώστε να αποδώσει περισσότερο
- μην το ζορίζεις το αμάξι στην ανηφόρα τόσο πολύ!
- τον έχει ζορίσει πολύ το γιο του με τα μαθήματα τώρα τελευταία
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζορίζω | ζόριζα | θα ζορίζω | να ζορίζω | ζορίζοντας | |
β' ενικ. | ζορίζεις | ζόριζες | θα ζορίζεις | να ζορίζεις | ζόριζε | |
γ' ενικ. | ζορίζει | ζόριζε | θα ζορίζει | να ζορίζει | ||
α' πληθ. | ζορίζουμε | ζορίζαμε | θα ζορίζουμε | να ζορίζουμε | ||
β' πληθ. | ζορίζετε | ζορίζατε | θα ζορίζετε | να ζορίζετε | ζορίζετε | |
γ' πληθ. | ζορίζουν(ε) | ζόριζαν ζορίζαν(ε) |
θα ζορίζουν(ε) | να ζορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζόρισα | θα ζορίσω | να ζορίσω | ζορίσει | ||
β' ενικ. | ζόρισες | θα ζορίσεις | να ζορίσεις | ζόρισε | ||
γ' ενικ. | ζόρισε | θα ζορίσει | να ζορίσει | |||
α' πληθ. | ζορίσαμε | θα ζορίσουμε | να ζορίσουμε | |||
β' πληθ. | ζορίσατε | θα ζορίσετε | να ζορίσετε | ζορίστε | ||
γ' πληθ. | ζόρισαν ζορίσαν(ε) |
θα ζορίσουν(ε) | να ζορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζορίσει | είχα ζορίσει | θα έχω ζορίσει | να έχω ζορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζορίσει | είχες ζορίσει | θα έχεις ζορίσει | να έχεις ζορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζορίσει | είχε ζορίσει | θα έχει ζορίσει | να έχει ζορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζορίσει | είχαμε ζορίσει | θα έχουμε ζορίσει | να έχουμε ζορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζορίσει | είχατε ζορίσει | θα έχετε ζορίσει | να έχετε ζορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζορίσει | είχαν ζορίσει | θα έχουν ζορίσει | να έχουν ζορίσει |
|