ζορισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζορίζω, ζορίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ζορισμένος, -η, -ο
- που συναντά δυσκολίες, συνήθως στον οικονομικό ή τον επαγγελματικό τομέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζορισμένος
|