ζυγοσταθμίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ζυγοσταθμίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ζυγοστάθμιση
- εναλλακτικά: ζυγοστάθμισης
ζυγοσταθμίσεως θηλυκό