ηλεκτροδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροδοτώ < νεότερη λόγια λέξη, ηλεκτρ- (βλέπε ηλεκτρισμός) και -δοτώ (< δίδωμι)

Ρήμα[επεξεργασία]

ηλεκτροδοτώ, παθητικό: ηλεκτροδοτούμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]