θαρσαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

θαρσαλέος, -α, -ον (αττικός τύπος: θαρραλέος) παραθετικά: θαρσαλεώτερος, θαρσαλεώτατος

  1. θαρραλέος, τολμηρός
    θαρσαλέος πολεμιστής
  2. (με αρνητική σημασία) παράτολμος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]