θεομισής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεομισής < θεός + μίσος

Επίθετο[επεξεργασία]

θεομισής, -ής, -ές

  1. αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς
  2. ο αλιτήριος*
  3. ο θεομίσητος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]