αλιτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλιτήριος < αρχαία ελληνική ἀλιτήριος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλιτήριος, -α, -ο
- που δεν έχει ηθικούς φραγμούς και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα