θεώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεώμαι < αρχαία ελληνική θεάομαι / θεῶμαι < θέα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeˈo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ώ‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
θεώμαι