θρασύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρασύνω < αρχαία ελληνική θρασύνω / θαρσύνω < θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θɾaˈsi.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

θρασύνω (παθητική φωνή: θρασύνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]