κάνω νερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κάνω νερά
- πλημμυρίζω με νερό
- πράττω τα αντίθετα από τα συμφωνηθέντα
- είπαμε ν' ανοίξουμε τη νέα επιχείρηση, έβαλα και λεφτά, αλλά μετά άρχισε να μου κάνει νερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάνω νερά
|