καθώς πρέπει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθώς + πρέπει < πρέπω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

καθώς πρέπει: όπως είναι το σωστό, όπως πρέπει. Εκφέρεται και κατά μία λέξη (καθωσπρέπει) από τα τέλη του 20ου αιώνα

  • Ο Κώστας είναι αυτό που λέμε καθώς πρέπει: αξιοπρεπής, καλοντυμένος, ευγενής, συνεπής στις υποχρεώσεις του

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • καθωσπρεπισμός: (ουσιαστικοποίηση της έκφρασης) η συμπεριφορά που είναι καθώς πρέπει, αλλά με τη μομφή της τυπικότητας, της επιφανειακής και όχι της αυθόρμητης σωστής συμπεριφοράς ή εκείνης που κινείται από βαθύτερα, πιο ουσιαστικά κίνητρα