κακολογιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακολογιάζω < μεσαιωνική ελληνική κακολογιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κακολογιάζω

  1. (λαϊκότροπο) σκέφτομαι (να κάνω) κάτι κακό
  2. (λαϊκότροπο) κακολογώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]