κακοπαθαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοπαθαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κακοπαθ(ῶ) + μεταπλασμός σε -αίνω.[1] Δείτε κακοπαθέω < κακός + πάσχω. Συγχρονικά αναλύεται σε κακό- + παθαίνω.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ko.paˈθe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐πα‐θαί‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
κακοπαθαίνω, αόρ.: κακόπαθα/κακοέπαθα, μτχ.π.π.: κακοπαθημένος/κακοπαθισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κακοπαθώ (κατά το αρχαίο ρήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις κακός, πάθος και πάσχω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοπαθαίνω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κακοπαθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κακό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)