καλυτέρευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καλυτέρευσης θηλυκό
- γενική ενικού του καλυτέρευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- καλυτερεύσεως (λόγιο)
καλυτέρευσης θηλυκό