καμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμώνω < θέμα καμ-, του κάμνω[1] < αρχαία ελληνική κάμνω όπως στον αόριστο ἔ‑καμ‑ον + -ώνω[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈmo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμώνω, παθ.φωνή: καμώνομαι, π.αόρ.: καμώθηκα

  1. (στην κοινή νεοελληνική) → δείτε την παθητική φωνή καμώνομαι ως αποθετικό ρήμα
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό) οργώνω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. καμώνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καμώνομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμώνω θέμα καμ-, του κάμνω[1] < αρχαία ελληνική κάμνω) όπως στον αόριστο ἔκαμον + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

καμώνω παθητική φωνή: καμώνομαι

  1. (μεταβατικό, αμετάβατο) παριστάνω, προσποιούμαι
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 148, στ. 2 (στίχοι 1-4) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἀνάγνωσε, διαβάτη, αὐτὴν τὴν ρίμην,
    μηδὲν διαβῆς καμώννοντας ἐλλίγην στίμη
    γιατὶ καὶ ἄλλος τάχα ἄνθρωπος ἐργάστην
    ἀμμέ ’στερα ὁλοφάνερα ἐτζενιάστην.
    ΣτΕ: Ο δημιουργός αυτού του ποιήματος τονίζει ότι όποιος ασχολείται επίμονα με ξένες υποθέσεις και αδιαφορεί για τις δικές του τελικά το μετανιώνει πικρά.
  2. (μεταβατικό) οργώνω

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. καμώνω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

Πηγές[επεξεργασία]