καντόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντόνι < γαλλίκο canton
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντόνι ουδέτερο
- διοικητική διαίρεση ορισμένων κρατών (Ελβετία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, κ.λπ.)