καρμικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καρμικών
- γενική πληθυντικού του καρμικός
- γενική πληθυντικού του καρμική
- γενική πληθυντικού του καρμικό
καρμικών