καροσερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καροσερί < (λόγιο δάνειο) γαλλική carrosserie[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καροσερί ουδέτερο άκλιτο
- το αμάξωμα ενός αυτοκινήτου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καροσερί
- ↑ καροσερί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας