κατά μόνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κατά μόνας
- ιδιαιτέρως, χωριστά, κατ’ ιδίαν.
- Ο λοχαγός με πήρε κατά μόνας για να μου πει να μη φοβάμαι.
- ατομικά, χωριστά.
- Η εργασία μπορεί να γίνει είτε κατά ομάδες είτε κατά μόνας.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ζω κατά μόνας: μονάζω, ζω μοναχικό βίο.
- Ζει κατά μόνας απ' όταν πέθανε η γυναίκα του.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
(1)
(2)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
(2)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατά μόνας