κατά χιασμόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- κατὰ χιασμόν αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (σχήμα λόγου) ρητορικό σχήμα, συνώνυμο του χιασμός