κατακλέβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κατακλέβω
- κλέβω τα πάντα ή τα περισσότερα από όσα υπάρχουν για να κλαπούν
- χρεώνω περισσότερα από ότι συνηθίζεται / είναι σωστό